Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αστερώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αστερώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστερώνω
  3. θα αστερώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστερώνω