αστειολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστειολογώ < αστειολόγος < αστείος + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίααστειολογώ
- αστειεύομαι, ευφυολογώ
- στην αρχή νόμιζα ότι έλεγε αλήθεια, μετά ευτυχώς κατάλαβα ότι αστειολογούσε
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστειολογώ
|