ασβεστώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ασβεστώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασβεστώνω
- θα ασβεστώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασβεστώνω
ασβεστώσετε