Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αρχοντέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρχοντεύω
  2. θα αρχοντέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρχοντεύω