αρχινίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααρχινίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρχινίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρχινίζω
- θα αρχινίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρχινίζω