αρφανέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αρφανέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρφανεύω
- θα αρφανέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρφανεύω
αρφανέψουμε