Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αρφανέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρφανεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρφανεύω
  3. θα αρφανέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρφανεύω