αρρεβωνιαστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααρρεβωνιαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρρεβωνιάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρρεβωνιάζομαι
- θα αρρεβωνιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρρεβωνιάζομαι