Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αρματώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρματώνω
  2. θα αρματώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρματώνω