αρματώσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααρματώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρματώνω
- θα αρματώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρματώνω
αρματώσουμε