αργοσβήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααργοσβήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αργοσβήνω
- θα αργοσβήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αργοσβήνω
αργοσβήσουν