Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποτολμήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτολμώ
  2. θα αποτολμήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτολμώ