αποτολμήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποτολμήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποτολμώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτολμώ
- θα αποτολμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτολμώ