Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποτολμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποτολμώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτολμώ
  3. θα αποτολμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτολμώ