αποστηθίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποστηθίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποστηθίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστηθίζομαι | αποστηθιζόμουν(α) | θα αποστηθίζομαι | να αποστηθίζομαι | ||
β' ενικ. | αποστηθίζεσαι | αποστηθιζόσουν(α) | θα αποστηθίζεσαι | να αποστηθίζεσαι | (αποστηθίζου) | |
γ' ενικ. | αποστηθίζεται | αποστηθιζόταν(ε) | θα αποστηθίζεται | να αποστηθίζεται | ||
α' πληθ. | αποστηθιζόμαστε | αποστηθιζόμαστε αποστηθιζόμασταν |
θα αποστηθιζόμαστε | να αποστηθιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστηθίζεστε | αποστηθιζόσαστε αποστηθιζόσασταν |
θα αποστηθίζεστε | να αποστηθίζεστε | (αποστηθίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποστηθίζονται | αποστηθίζονταν αποστηθιζόντουσαν |
θα αποστηθίζονται | να αποστηθίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστηθίστηκα | θα αποστηθιστώ | να αποστηθιστώ | αποστηθιστεί | ||
β' ενικ. | αποστηθίστηκες | θα αποστηθιστείς | να αποστηθιστείς | αποστηθίσου | ||
γ' ενικ. | αποστηθίστηκε | θα αποστηθιστεί | να αποστηθιστεί | |||
α' πληθ. | αποστηθιστήκαμε | θα αποστηθιστούμε | να αποστηθιστούμε | |||
β' πληθ. | αποστηθιστήκατε | θα αποστηθιστείτε | να αποστηθιστείτε | αποστηθιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποστηθίστηκαν αποστηθιστήκαν(ε) |
θα αποστηθιστούν(ε) | να αποστηθιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποστηθιστεί | είχα αποστηθιστεί | θα έχω αποστηθιστεί | να έχω αποστηθιστεί | αποστηθισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποστηθιστεί | είχες αποστηθιστεί | θα έχεις αποστηθιστεί | να έχεις αποστηθιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποστηθιστεί | είχε αποστηθιστεί | θα έχει αποστηθιστεί | να έχει αποστηθιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστηθιστεί | είχαμε αποστηθιστεί | θα έχουμε αποστηθιστεί | να έχουμε αποστηθιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποστηθιστεί | είχατε αποστηθιστεί | θα έχετε αποστηθιστεί | να έχετε αποστηθιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστηθιστεί | είχαν αποστηθιστεί | θα έχουν αποστηθιστεί | να έχουν αποστηθιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστηθίζομαι
|