αποστατήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποστατήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποστατώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστατώ
- θα αποστατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστατώ