Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποπτύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπτύω
  2. θα αποπτύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπτύω