Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποπλύνουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπλένω
  2. θα αποπλύνουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπλένω