αποπλύνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποπλύνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποπλένω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπλένω
- θα αποπλύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπλένω