Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποπλύνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποπλένω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπλένω
  3. θα αποπλύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπλένω