αποπάρουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποπάρουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπαίρνω
- θα αποπάρουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπαίρνω
αποπάρουν