Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απονευρώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απονευρώνω
  2. θα απονευρώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απονευρώνω