Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απομιμηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομιμούμαι
  2. θα απομιμηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομιμούμαι