Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολωλαίνω < λωλός

  Ρήμα επεξεργασία

απολωλαίνω

  1. αποτρελαίνω


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία