Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκρυσταλλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποκρυσταλλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυσταλλώνω
  3. θα αποκρυσταλλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρυσταλλώνω