αποκριθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκριθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρίνομαι
- θα αποκριθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρίνομαι
αποκριθούν