αποκοπούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκοπούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκόβομαι
- θα αποκοπούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκόβομαι
αποκοπούν