αποδυναμωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποδυναμωτικά < αποδυναμωτικός
Επίρρημα
επεξεργασία
αποδυναμωτικά
- με αποδυναμωτικό τρόπο, προκαλώντας το αποδυνάμωμα, την εξασθένιση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αποδυναμώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδυναμωτικά
|