Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποδυναμωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδυναμώνομαι
  2. θα αποδυναμωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδυναμώνομαι