αποδοκιμαστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποδοκιμαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδοκιμάζομαι
- θα αποδοκιμαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδοκιμάζομαι
- να αποδοκιμαστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδοκιμάζομαι