Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποδεκατίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδεκατίζω
  2. θα αποδεκατίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδεκατίζω