Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απογράψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογράφω
  2. θα απογράψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογράφω