Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απογειώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απογειώνω
  2. θα απογειώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογειώνω
  3. να απογειώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογειώνω