Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποβιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποβιώ
  2. θα αποβιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιώ
  3. να αποβιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιώ