απιστήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπιστήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απιστώ
- θα απιστήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απιστώ
- να απιστήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απιστώ