απεργήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απεργήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απεργώ
- θα απεργήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεργώ
- να απεργήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεργώ