απεμπολήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απεμπολήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απεμπολώ
- θα απεμπολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεμπολώ
- να απεμπολήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεμπολώ