Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απελάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απελαύνω
  2. θα απελάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απελαύνω
  3. να απελάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απελαύνω