Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απαξιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαξιώνω
  2. θα απαξιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαξιώνω
  3. να απαξιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαξιώνω