Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απέλθει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απέρχομαι
  2. θα απέλθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απέρχομαι
  3. να απέλθει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απέρχομαι