Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αξιοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιοποιώ
  2. θα αξιοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιοποιώ
  3. να αξιοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιοποιώ