Ετυμολογία

επεξεργασία
ανύχι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανύχι ουδέτερο

  • (κρητική διάλεκτος) το νύχι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία