Δείτε επίσης: ἀντιφωνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιφωνώ < αρχαία ελληνική ἀντιφωνέω / ἀντιφωνῶ

αντιφωνώ

  1. απαντώ
  2. απαντώ στην προσφώνηση κάποιου, κάνω αντιφώνηση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία