Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιλαβού < από τη φράση «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι», που περιέχεται στη Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου

  Έκφραση επεξεργασία

αντιλαβού

  • (οικείο) (ερωτηματικά) τό 'πιασες, το κατάλαβες;

  Μεταφράσεις επεξεργασία