αντικρίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντικρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντικρίζω
- θα αντικρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντικρίζω
αντικρίσουν