Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιθέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιθέτω
  2. θα αντιθέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιθέτω
  3. να αντιθέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιθέτω