αντιγράψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντιγράψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιγράφω
- θα αντιγράψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιγράφω
αντιγράψουμε