Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανταπαντήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταπαντώ
  2. θα ανταπαντήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταπαντώ
  3. να ανταπαντήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταπαντώ