Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανοικοδομήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ
  2. θα ανοικοδομήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοικοδομώ
  3. να ανοικοδομήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ