ανοικοδομήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανοικοδομήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ
- θα ανοικοδομήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοικοδομώ
- να ανοικοδομήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ