ανθυπομειδιάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανθυπομειδιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανθυπομειδιώ
- θα ανθυπομειδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανθυπομειδιώ
- να ανθυπομειδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανθυπομειδιώ