ανθρακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρακώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνθρακόω < αρχαία ελληνική ἀνθρακόομαι < ἄνθραξ
Ρήμα
επεξεργασίαανθρακώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανθρακώνω | ανθράκωνα | θα ανθρακώνω | να ανθρακώνω | ανθρακώνοντας | |
β' ενικ. | ανθρακώνεις | ανθράκωνες | θα ανθρακώνεις | να ανθρακώνεις | ανθράκωνε | |
γ' ενικ. | ανθρακώνει | ανθράκωνε | θα ανθρακώνει | να ανθρακώνει | ||
α' πληθ. | ανθρακώνουμε | ανθρακώναμε | θα ανθρακώνουμε | να ανθρακώνουμε | ||
β' πληθ. | ανθρακώνετε | ανθρακώνατε | θα ανθρακώνετε | να ανθρακώνετε | ανθρακώνετε | |
γ' πληθ. | ανθρακώνουν(ε) | ανθράκωναν ανθρακώναν(ε) |
θα ανθρακώνουν(ε) | να ανθρακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανθράκωσα | θα ανθρακώσω | να ανθρακώσω | ανθρακώσει | ||
β' ενικ. | ανθράκωσες | θα ανθρακώσεις | να ανθρακώσεις | ανθράκωσε | ||
γ' ενικ. | ανθράκωσε | θα ανθρακώσει | να ανθρακώσει | |||
α' πληθ. | ανθρακώσαμε | θα ανθρακώσουμε | να ανθρακώσουμε | |||
β' πληθ. | ανθρακώσατε | θα ανθρακώσετε | να ανθρακώσετε | ανθρακώστε | ||
γ' πληθ. | ανθράκωσαν ανθρακώσαν(ε) |
θα ανθρακώσουν(ε) | να ανθρακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανθρακώσει | είχα ανθρακώσει | θα έχω ανθρακώσει | να έχω ανθρακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανθρακώσει | είχες ανθρακώσει | θα έχεις ανθρακώσει | να έχεις ανθρακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανθρακώσει | είχε ανθρακώσει | θα έχει ανθρακώσει | να έχει ανθρακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανθρακώσει | είχαμε ανθρακώσει | θα έχουμε ανθρακώσει | να έχουμε ανθρακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανθρακώσει | είχατε ανθρακώσει | θα έχετε ανθρακώσει | να έχετε ανθρακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανθρακώσει | είχαν ανθρακώσει | θα έχουν ανθρακώσει | να έχουν ανθρακώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθρακώνω
|