Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανεβοκατέβει και ανεβοκατεβεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανεβοκατεβαίνω
  2. θα ανεβοκατέβει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεβοκατεβαίνω
  3. να ανεβοκατέβει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεβοκατεβαίνω